Μου είπε εκείνος ο φίλος «γράψε κάτι μαγικό, από εκείνα που ξέρεις». Κι ένιωσα πως δεν είχα ιδέα τι μαγικό να έγραφα. Αργότερα που το σκέφτηκα πάλι, είδα στα βλέμματά του κόσμου υπολείμματα αστερόσκονης που σπινθήριζε κάθε φορά που κάποιος σκέφτηκε πόσο τους αγαπάει. Και κάτω από τα απομεινάρια μιας σκοτεινής και αβέβαιης χρονιάς που έρχεται, ξεπετάχτηκε αυτή η μαγεία που τα δικά μου μάτια μπορούσαν να δουν. Η μαγεία κρυμμένη στις σοκολάτες που έστειλε η μαμά μου, στο βλέμμα του τετράποδου τέρατος που με κοιτάζει και θέλει το σύμπαν όλο να του δώσω, στις αγκαλιές όσων αγγίζω εδώ κι όσων τα βράδια χαζεύω τις φωτογραφίες μας σε διακοπές που ξέμειναν εκεί ακόμα οι φωνές μας. Κι αν δεν είναι η μαγεία η σκέψη στους αγαπημένους μας, που οδηγεί ένα αόρατο πινέλο να ζωγραφίζει χαμόγελα στα πρόσωπά μας, τότε τι είναι; Δε βρίσκω άλλο τρόπο για πιο όμορφα Χριστούγεννα, παρά μόνο την υπενθύμιση στο μέσα μας πως δεν είμαστε μόνοι. Κι όσο για τα όνειρα που ακόμα περιπλανώνται ψάχνοντας ευκαιρίες να ενσαρκωθούν, αυτός ο χρόνος μοιάζει να είναι ιδανικός, μιας και η αγάπη είναι ίσως το πιο φτηνό και ακριβό ταξίδι που μπορεί κανείς να κάνει για να επισκεφτεί ονειρικούς προορισμούς.
«Πώς θα βγουν τα φετινά Χριστούγεννα; Ο κόσμος μια φλεγόμενη βάτος που δεν υπόσχεται θαύματα. Η μάνα μου έχει απηυδήσει με τα γύρω της. Όλο και περισσότεροι γνωστοί μας αρρωσταίνουν, μπαινοβγαίνουν σε νοσοκομεία χωρίς κάλυψη, κόσμος διαδηλώνει για την ανεργία που του επιβάλλουν σαν καθημερινότητα, ενώ δίπλα αδέρφια του αγανακτούν που έχει κλείσει η λεωφόρος και δεν θα προλάβουν ανοιχτό το ζαχαροπλαστείο να πάρουν σοκολατάκια στο αφεντικό που τους πλήρωσε στην ώρα του. Η τηλεόραση στοιβάζει μασημένα σκουπίδια στους δέκτες να υπνωτίσει το πλήθος, να κοιμηθεί αθόρυβα τα χριστούγεννα και να ξεδώσει την πρωτοχρονιά με ένα σόου γεμάτο χλιδή και άδειο από οτιδήποτε κάποτε ονειρευτήκαμε. Πώς θα οργανώσουμε το χρόνο που έρχεται για να γίνει καλύτερος από το μουντό περσινό τοπίο; Όλοι υπενθυμίζουν πως θα έρθουν και χειρότερα, φέτος στα συσσίτια της πόλης όλο και περισσότερος κόσμος στοιβάχτηκε, δίνοντας πια μια εικόνα συγκέντρωσης παλαιών συμμαθητών και όχι περιθωριακών άστεγων, όπως μας έλεγαν παλιά στα παραμύθια για να περιγράψουν αυτό που δεν θα γινόμασταν ποτέ... αυτό που γίνεται τώρα ο γείτονας... αυτό που φοβόμαστε να αντοκρύσουμε μια μέρα στον καθρέφτη μας. Πώς θα έρθει φέτος ο Άγιος Βασίλης; Έχει φτηνές πτήσεις από εκεί που θα έρθει; Κι αν έχει απεργία; Ποιός θα φταίει; Κι αν τα έφαγε κι αυτός μαζί με μας και τώρα μας έχει ξεχάσει και κάνει διακοπές σε κάποιο ηλιόλουστο τουριστικό θέρετρο; Ή μήπως ήρθε η ώρα να πούμε πως δεν υπήρξε ποτέ; Χωράνε τέτοιες ψευδαισθήσεις στο μεταξύ του τρεξίματός μας σε δουλειές και στο πιάτο φαϊ που θα φάμε λίγο πριν πέσουμε για ύπνο; Ο πόλεμος είναι διάχυτος, είναι παντού, στο δρόμο, στη δουλειά, στην γκρίνια για τη σύνταξη, στον ανταγωνισμό για μια θέση πάρκινγκ, στο βλέμμα του ανειδίκευτου που δεν βλέπει μέλλον αλλά στοιχειώνεται από λάθη του παρελθόντος, αλλά το χειρότερο μοιάζει να είναι ο πόλεμος που επικρατεί στα εντός. Τα άγχη, τις ανασφάλειες, όλα τα «μήπως» και τα «δεν ξέρω» που στολίζουν το δέντρο που δεν λέει να φυτρώσει μέσα μας κλαδιά αναδιαμόρφωσης του νέου έτους.»
Διάβασα το γράμμα και είδα τον υπογραφέα. Ένας κάποιος, δεν συγκράτησα καν το όνομα, που το είχε βάλει στο ταχυδρομικό κουτί με παραλήπτη «εσένα». Μάλλον τον καθένα, τον περαστικό, ίσως κι εμένα. Με ενόχλησε όλο αυτό το λογίδριο απόγνωσης και για λίγο ένιωσα πως βουλιάζω μαζί του. Έχει δίκιο. Είναι όλα όπως τα λέει και χειρότερα. Δε μοιάζει να καλυτερεύει το τοπίο.Κι ύστερα την είδα να γελάει νευρικά από ένα αστείο που της είπε η παρέα της. Κορόιδευαν κάτι από μια ταινία στο σινεμά και λογομαχούσαν πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Ήταν κουρασμένοι, το έβλεπες στο κόκκινο που μαζεύεται γύρω από τα μάτια για να δηλώσει εξουθένωση. Κι όμως δεν σταματούσαν να γελάνε. Ήξεραν πως ο καθένας τους είχε τα δικά του. Άδηλα, ίσως και να νευρίαζαν που κανείς δεν τους καταλάβαινε, αλλά ήταν εκεί, όλοι μαζί και στο «μαζί» κάπως οι παρυφές κάθε αντίθεσης γίνονταν όλο και πιο ανεπαίσθητες. Έπειτα άνοιξα την αλληλογραφία μου κι έλαβα ένα γράμμα από μια φίλη. «Έλα να με πας μια βόλτα με το αμάξι, αφού το ξέρω πως θες». Θέλω, ναι. Πάμε. Εσύ θα φέρεις τα σνακ κι εγώ τη μουσική, όπως πάντα. «Αν ο νους αρκεί για το ταξίδι, νομίζω πως περάσαμε πολύ ωραία στην βόλτα μας», της έστειλα σε απάντηση στο γράμμα. Μπήκα σε ένα μαγαζί κι είδα πολλά μικρά αντικείμενα για δώρα. Τίποτα δεν έβρισκα να του πάρω. Ήθελα να βρω ένα δώρο που να είναι αντιπροσωπευτικό της αγάπης μου για εκείνον, ένα καλό μου φίλο. Κι ευτυχώς δε βρήκα. Ευτυχώς γιατί η αγάπη μου ακόμα δε χωράει σε τίποτα τέτοιο. Ακόμα μια έκπληξη ήταν η επικοινωνία μου με έναν άγγελο. Ναι, άγγελο, αν υπάρχουν δηλαδή τέτοιοι στη γη. Γιατί αν ναι, τότε έχω γνωρίσει σίγουρα έναν. Και ζεστάθηκε το είναι μου στη σκέψη ότι το νέο έτος θα τον έχω ακόμα εδώ. Εκεί. Λίγο πιο κάτω. Δεν έχει άλλωστε σημασία το πού. Είναι όλοι τους κάπου γύρω. Είμαστε όλοι ακόμα εδώ. Δε βλέπω άλλο τίποτα πιο σημαντικό από την παρουσία μας. Ο πλανήτης μετράει αντίστροφα για την αλλαγή ενός συμβατικού αριθμού που θα σηματοδοτήσει μια καινούρια αρχή. Κι όσο κι αν το μηδένισμα ακούγεται λυτρωτικό, κι όσο κι αν εύχομαι να είχα μια πυξίδα να μου έδειχνε το δρόμο που τώρα δεν βλέπω, νιώθω πως όσοι είναι τυχεροί σε αυτόν τον τόπο, βλέπουν κάπου στη ζωή τους τα ίχνη μιας συνέχειας. Μιας ιστορίας, που όσα είναι τα λοξοδρομήματά της, τόσες είναι οι στιγμές που μοιάζουν σαν λαμπάκια σε στολισμένο δρόμο. Τόσοι είναι οι αγώνες της που συνεχίζονται παρά την οποιαδήποτε επίκληση σε πιθανότητες για νίκη ή για ήττα. Τόσες και οι στροφές που πήρε ο νους μου γράφοντας τα παραπάνω, γυρίζοντας το χρόνο πίσω και ανυπομονώντας να τον αφήσει εκεί, αφού μπροστά έπονται ακόμα ωραιότερες συνέχειες.