Μια φορά και έναν καιρό, λίγο νωρίτερα από τώρα μα λίγο αργότερα από ύστερα, κάπου στο ενδιάμεσο του χρόνου και του χώρου που κατοικούμε, μέσα στις πτυχές των εαυτών μας αλλά όχι μέσα μας ακριβώς, υπήρξαν, λένε, κάποια πλάσματα που βούλιαζαν σε πλάνες. Ο κόσμος ήταν όλος γεμάτος από αυτά τα όντα, που επικράτησαν στον πλανήτη για χιλιάδες χρόνια, ώσπου μια μέρα απλώς εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν είδε πώς έφυγε ο τελευταίος και τι πήρε μαζί του, κανείς δεν είδε προς τα πού πήγαν. Το μόνο που έμεινε στη Γη από αυτούς ήταν κάποιες πρωινές επιστολές που είχαν γράψει, σαν ημερολόγια, σα γράμματα σε φίλους, σαν κείμενα τρελών που έμειναν στην ιστορία, όλα ύμνοι σε κάθε πρωινό ξημέρωμα που διαφορετικά έβρισκε τον καθένα. Φήμες κυκλοφορούν ότι τα πλάσματα αυτά δεν είχαν σχέσεις, ήταν όλοι μόνοι τους. Κανείς δεν μιλούσε σε κανέναν, κανείς δεν άγγιζε κανέναν, μόνο συνηπήρχαν στο ίδιο μέρος και φαντάζονταν πώς θα ήταν αν ποτέ θα σμίγανε, μα δεν το έκαναν. Άλλοι πάλι πιστεύουν πως ήταν χωρισμένοι σε δυο κατηγορίες. Όσοι ήταν μόνοι τους και όσοι ήταν με άλλους. Κι οι μόνοι ξέκλεβαν στιγμές χαζεύοντας όσους το γιόρταζαν σε αγκαλιές αγαπημένων. Κι εκείνοι που είχαν συντροφιά, φιλοσοφούσαν περί μοναξιάς και αυτοπραγμάτωσης, νοσταλγώντας να μείνουν κάποτε στην άλλη, τη μοναχική πλευρά του κόσμου.
Μοναδική κληρονομιά της ύπαρξης αυτών είναι τα παρακάτω κείμενα, που λέγεται πως ανακαλύφτηκαν ένα ηλιόλουστο πρωινό από κάποιους περαστικούς κρυμμένα σε μια σπηλιά. Κι από τότε εκείνη η σπηλιά ονομάζεται η Σπηλιά της Πρωινής Πλάνης.
Μα όλα αυτά είναι μύθοι που κανένα ενδιαφέρον δεν παρουσιάζουν σήμερα. Οι άνθρωποι που ξέρουμε και ξέρετε ουδεμία σχέση έχουν με τις παρακάτω φαντασιόπληκτες προσωπικότητες, που εξυμνούν τα πρωινά, αναλογιζόμενοι τις ζωές του και τις μνήμες τους. Οι άνθρωποι που ξέρουμε και ξέρετε δεν είναι μαγεμένοι από το φως του ήλιου, ούτε τυφλωμένοι από "λακάκια ηλιόλουστα σε στέρνο", όπως έγραψε ένας από τους παρακάτω παρακμιακούς. Οι άνθρωποι που ξέρουμε και ξέρετε δεν ζουν σε πλάνη, γιατί οι πλάνες είναι χρήσιμες μόνο σε εκείνους που φοβούνται την αλήθεια. Εκτός κι αν ξέρουμε, ή αν ξέρετε, κανέναν από αυτούς...
Πρωινό ξύπνημα με ζεστό αχνιστό καφέ και ένα καυτό ψωμάκι με μαρμελάδα και βούτυρο. Το παράθυρο επιτρέπει με σύνεση στις ηλιαχτίδες να μου γαργαλήσουν το μέτωπο, ίσα ίσα να με ξυπνήσουν και να καλωσορίσω το ξεκίνημα μιας καινούριας μέρας. Η ανατολή είναι ο απόηχος του χθες ή το εμβατήριο μιας μελλοντικής έκπληξης; Ακόμα με ρωτάς που και που, στις βραδινές μας συναντήσεις...
Στο ρολόι φαίνεται να έχει πάει κι όλας πρώτη μεσημβρινή. Τα πόδια σου, όπως και η καρδιά σου, έχουν πάνω τους βαρίδια και δεν λες να ξεκουνήσεις κάτω από το πάπλωμα, σχεδόν καρφωμένος στις τάβλες του κρεββατιού σου. Τι θα κάνεις; Πώς να αρχίσεις; Να τες πάλι αυτές οι ερωτήσεις σου στη μέση κάθε κίνησης, να μην σε αφήνουν να κάνεις βήμα χωρίς να βυθιστείς σε άσκοπα ερωτηματικά. Θυμάσαι τις διακοπές στη Θάσο, κάτω από τα δέντρα, που δεν κρατιόσουν να πεταχτείς από το δωμάτιο και να μυρίσεις την καλοκαιρινή δροσιά του δάσους. Από εξερευνητής, σήμερα νιώθεις απλώς υπάρχων. Παρατηρητής μιας εικόνας που σε βρίσκει ακίνητο, αόρατο και αναγκαστικά παρών. Και προτού αρχίσει η θλίψη σου το φλερτ με τα λογικά επιχειρήματα υπέρ της εγκατάλειψης κάθε προσπάθειας, το κουταλάκι στην κούπα του καφέ σημαίνει έναρξη και θρυμματίζει κάθε σου αμφιβολία. «Απλά κάντο και θα αλλάξουν τα πράγματα, θα δεις», λες και ετοιμάζεσαι να πας στη δουλειά.
«Είδες που σου είπα πως θα ξυπνήσω πρώτος;» της λες, πειράζοντας τα μαλλιά της που έχουν μπλεχτεί στο μαξιλάρι και γελάτε. Δεν είχες φανταστεί ποτέ πώς θα ήταν να μοιράζεσαι αυτήν την άχαρη και άγουρη επίσκεψη στο πατρικό σου μαζί της. Κι όμως, έφτασε η μέρα να της ανοίξεις ακόμα μια πόρτα στο παρελθόν σου, να ρισκάρεις να το βάλει στα πόδια ουρλιάζοντας «είσαστε για δέσιμο, απορώ πώς δέχτηκα να έρθω μαζί σου!». Εκείνη σηκώνεται και ανιχνεύοντας τις καμπύλες της όσο ντύνεται, αναρωτιέσαι πόσο τυχερός στάθηκες που την κέρασες εκείνο το πότο τότε στους Παξούς και πιάσατε τη φιλοσοφική κουβέντα. Να που ήρθε η μέρα να της γνωρίσεις την οικογένειά σου. Μαζί του, μπορεί να καταλάβει τα δύσκολα, τις φωνές, να ακούσει τις πόρτες που κοπανούσαν άγρια το παιδικό σου τραγούδι και να το βάλει στα πόδια. Κατά βάθος, ξέρεις ότι τα σενάρια φαντασίας που πλάθεις δε θα συμβούν. Θα τους γνωρίσει, θα τη συμπαθήσουν, θα διασταυρωθούν τα βλέμματά σας όταν οι άλλοι δε βλέπουν και θα νιώσεις πως δεν είσαι μόνος σου αυτήν τη φορά, αλλά έχεις συμμαχία, και μάλιστα την πιο όμορφη. «Άντε θα σηκωθείς; Μας περιμένουν! Μην αργήσουμε πρώτη φορά στο σπίτι σου!» σου φωνάζει, ανοίγοντας την κουρτίνα να μπει το φως που απολαμβάνεις να φωλιάζει πέφτοντας πάνω στα λακάκια του στέρνου της. Και έτσι απλά, την αγαπάς λίγο περισσότερο από χθες.
Ο χρόνος κυλάει δίχως να τον παίρνω χαμπάρι, εδώ στο μακρινό σπιτάκι που βρήκα δίπλα στη φύση. Το πρωινό μου καμιά φορά είναι ζόρικο. Σαν να μου στερεί κάθε ενέργεια. Κι ύστερα πίνω κάτι ζεστό και κοιτάζω έξω τα φύλλα να χορεύουν ξέφρενα και βρίσκω όλη την όρεξη να μπλεχτώ μαζί τους. Την πρώτη ώρα αφού ξυπνήσω έχω συνεχώς στο νου μου όσα ονειρεύτηκα. Ιστορίες τρόμου, αγάπης, ακατανόητες καμιά φορά εικόνες βαλμένες η μία δίπλα στην άλλη. Η δουλειά πάει καλά, ευτυχώς. Αρχίζω και βρίσκω τα δικά μου μέσα στα ξένα, θυμάσαι που το λέγαμε παλιά και με κορόιδευες; Ακόμα γελάω όταν το σκέφτομαι. Κι όμως, ο κόσμος είναι ρομαντικός όσο τον αντιμετωπίζεις έτσι. Με τις πλάνες του, δε λέω, αλλά δε βρίσκω κάτι περισσότερο ενδιαφέρον πια από εκείνες τις πλάνες που μας ξυπνούν κάθε συναίσθημα και μια μέρα ξημερώνουμε χωρίς αυτό. Έτσι απλά. Διακόπτης λένε επιβίωσης. Μπούρδες σου λεώ εγώ με το κυνικό μου ύφος, αυτό δεν έχει αλλάξει. Αλλά τι ωραίες μπούρδες ε; Δε θα σου γράψω πολλά, είναι και νωρίς για περισσυλλογή. Μόνο ήθελα να σου πω πως μου έχεις λείψει πολύ, σε πεθύμησα ρε παιδί μου. Πάει καιρός που σε είδα και νοσταλγώ τις κουβέντες και τα γέλια μας. Περισσότερο βέβαια νοσταλγώ το ύφος σου και το κοκκίνισμα στα μάγουλα κάθε φορά που σου φωνάζω δυνατά μέσα σε κόσμο και ντρέπεσαι. Για αυτό μου κρύβεσαι; Έλα και υπόσχομαι να μην το κάνω (αν και θα το κάνω, το ξέρεις). Όσο σου γράφω, τόσο μου λείπεις. Για αυτό και θα σταματήσω κάπου εδώ. Γιατί μέσα σε όλες μας τις πλάνες, οι μεγαλύτερες είναι εκείνες που δεν υποστηρίζονται από κανένα επιχείρημα κι όμως εμείς τις διατηρούμε. Όπως κάνω εγώ με τη σχέση μας. Ξέρω ότι έκανα λάθος, ξέρω ότι εσύ έκανες μεγαλύτερο που γύρισες την πλάτη σου και με άφησες πίσω. Αλλά δε με νοιάζει τώρα. Δεν μπορώ να με νοιάζει. Μπορώ μόνο να σου γράφω τα πρωινά, όχι όλα αλλά κάποια τέτοια ηλιόλουστα, από αυτά που σου άρεσαν. Κι ελπίζω να ξημερώσει εκείνο που θα πάρω μια δική σου καλημέρα.