Πίσω από τα χρώματα ενός πίνακα

2013-12-05 11:06

"Ονειρεύομαι ότι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω ότι ονειρεύομαι."    (Vincent van Gogh)

Οι άνθρωποι σαν πίνακες. Εικόνες που κρύβουν χρώματα και σχέδια, σβήσιμο και επανεκκίνηση, μουτζούρες και απλωσιές που ξεκουράζουν το μάτι. Ό,τι βλέπεις, με ό,τι το βλέπεις, είναι το είδωλο μιας πραγματικότητας που τελικά κανείς δεν ξέρει την απαρχή της. Μια εικόνα, μια ιστορία ή και περισσότερες, έχοντας σχέση μεταξύ τους ή ούσες παντελώς άσχετες, δεν εχει καμία απολύτως σημασία. Μια φράση που ανοίγει ζωές, κλείνει πόρτες και μαζεύει βαλίτσες για να ταξιδέψουν σε άγνωστα εδάφη. Μια κοινωνία σαν πίνακας μπορεί να είναι επανάσταση αλλά μπορεί να είναι και καταστολή και συμμόρφωση. Η εικόνα ενός δέντρου είναι μια αρχή ή ένα τέλος. Είναι τα Χριστούγεννα που έρχονται ή το ζεστό φαϊ μετά από μια κουραστική μέρα για ψώνια. Είναι ό,τι σκεφτείς, ό,τι βλέπεις, ό,τι νιώθεις κι ό,τι ακούς. Κι αν ακούμε την ίδια μουσική, τότε ίσως πάμε ένα ταξίδι παρέα για να συναντήσουμε μέρη, ανθρώπους και εικόνες. Σαν καινούριους, ολοκαίνουριους πίνακες. Και πού ξέρεις; Μπορεί στα χρώματά μας να αλλάξει κάτι.

                                                ...................................................

 

«Είσαι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής», της είπε πριν κλείσει την πόρτα και φύγει για πάντα. Χωρίς εξηγήσεις, ούτε μισόλογα, μόνο αυτό.

Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι με αυτήν τη φράση θα μπορούσε να τελειώσει η ζωή της μαζί του. Με ένα κατά τα άλλα όμορφο σχόλιο, πήρε όσα είχαν ζήσει μαζί και τα σφράγισε σε ένα παρελθόν που κηρύχθηκε να μείνει σκονισμένο και άδειο από οτιδήποτε καινούριο.

 

                                                ...................................................

 

Τον είχε δει ώρα να κάθεται στο μπαρ και να πίνει το ποτό του. Χαμένος σε σκέψεις, με ένα γελάκι καρφωμένο στα χείλη του, σα να ταξίδευε σε αναμνήσεις από την 5ήμερη του, την ώρα που τους έπιανε η καθηγήτρια να βάζουν κόλλα στο κάθισμα του ξεναγού. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσει, αλλά διψούσε να ακούσει τη φωνή του. Είχε καιρό να αντικρύσει τέτοιο πρόσωπο, να την καλεί σε γνωριμία δίχως το παραμικρό λογικό επιχείρημα. Έτσι απλά, ένιωσε μια ακατάσχετη έλξη να του μιλήσει. Ήπιε ένα-δυο ποτηράκια παραπάνω, πήρε θάρρος από το θάρρος που δεν είχε ποτέ βρει στη ζωή της και τον πλησίασε. Έκατσε δίπλα του κι εκείνος γύρισε το βλέμμα του πάνω της. Δεν ήξερε τι να του πει, απλώς τον περιεργαζόταν από κοντά, να ανιχνεύσει πού οδηγούσαν οι γραμμές του γέλιου του. «Με κοιτάζεις σαν έργο τέχνης, δεν είμαι δα και πίνακας ζωγραφικής!», της είπε και γέλασαν κι οι δύο διώχνωντας τα πρώτα στρώματα της αμηχανίας, μιας και δε χωρούσαν στο μέλλον που επρόκειτο να ζούσαν μαζί.

                                                ...................................................

Είχαν βρεθεί όλοι μαζί μετά από καιρό σε εκείνο το ωραίο καφέ. Οι δουλειές τους επιτέλους τους άφησαν να μαζευτούν και πάλι όπως παλιά και να μιλήσουν για τα δικά τους, σαν τότε όταν ήταν πιο ξένοιαστοι και «ρέμπελοι», όπως τους αποκαλούσε ο πατέρας του Πέτρου. Η Αντιγόνη ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία της με τον καινούριο της γκόμενο. «Τον έχω τρελάνει σας λέω, δε με αφήνει σε ησυχία!» έλεγε και ξανάλεγε και όλοι την κορόιδευαν. Ήξεραν πως η Αντιγόνη πάντα υπερέβαλλε στην αρχή. Πίσω από τα λόγια της, η Μαρία αναγνώριζε την ευχή «να πάνε όλα καλά αυτή τη φορά». Έτσι ήταν η Μαρία. Ανιχνευτής χρυσού στις καθημερινές κουβέντες. Να βρει το χρώμα πίσω από τον άδειο καμβά, να ανακαλύψει τις πτυχές που δεν εμφανίζονται απρόσκλητες και να τις αφουγκραστεί. «Εσύ, Μαρία, τι θα κάνεις τελικά με τη δουλειά; Θα μετακομίσεις στο Μόναχο;», ρώτησε ο Δημήτρης. Της είχαν προσφέρει μια θέση στο αντικείμενό της αλλά δεν είχε αποφασίσει ακόμα. «Λέω να το παίξουμε σε ένα παιχνίδι, θέλετε; Θα πιούμε από ένα ποτό ο καθένας, θα πάρουμε αυτή τη φωτογραφία που έχω εδώ, ένα αντίγραφο ο καθένας, θα τη δείξουμε σε έναν περαστικό και θα τον ρωτήσουμε τι βλέπει». Όλοι την κοιτούσαν γελώντας με απορία. «Τι έβαλες πάλι με το νού σου; Καλά σε λέγαμε φρικιό τότε στην εκδρομή!», αναφώνησε ο Πέτρος με διάθεση να επαναφέρει τη λογική στην κουβέντα. «Αυτή η φωτογραφία δείχνει ένα τοπίο που είδα στη Θάσο, μέσα στο πράσινο και τη θάλασσα, και στο βάθος ένα ζευγάρι να ερωτοτροπεί. Είναι θολό όμως το φόντο, δε φαίνεται. Αν λοιπόν ένας από τους περαστικούς αντιληφθεί τη θολή ερωτική πράξη, τότε θα πάω. Αν όχι, η ζωή μου θα συνεχίσει εδώ. Τι λέτε;»Την κοιτούσαν με θαυμασμό για τις στροφές του μυαλού της και την αποφασιστηκότητα να μην αναλάβει εκείνη την ευθύνη μιας μετακόμισης. Την κοιτούσαν και με αμηχανία, μιας και δεν ήξεραν πώς να απαντήσουν σε ένα τέτοιο κάλεσμα. Ύστερα, τους κέρασε εκείνο το ποτό που θα έπιναν όλοι μαζί. Ήξερε τι έκανε. Το ποτό ήταν για την κατάλυση της αμηχανίας. Πήρε ο καθένας τη φωτογραφία και ξεχύθηκαν στο μαγαζί. Γυρνώντας, κάθισαν στο τραπέζι και κοιτάζονταν. «Λοιπόν;» τους ρώτησε. Όλοι είχαν την ίδια απάντηση. Εκτός από τον Ιάσωνα. «Ρε σεις, δε νομίζω ότι έχει αξία, αυτά είναι βλακείες..» έλεγε, χωρίς να αποκαλύπτει το σχόλιο του δικού του περαστικού προφήτη. «Πρέπει να παίξεις, Ιάσωνα, έτσι ήταν οι κανόνες και όλοι συμφωνήσαμε!», είπε σοβαρά ο Πέτρος, θέλοντας να αποκαταστήσει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. «Είναι σαν πίνακας ζωγραφικής, ένα φυσικό τοπίο και η συνεύρεση θολώνει τη σκέψη του. Αυτό μου είπε. Δεν ξέρω αν είδε το ζευγάρι ή αν απλά τα είχε πιει και δεν έβλεπε μπροστά του. Για αυτό σας λέω, δεν μπορεί να μετράει αυτό το σχόλιο».

Μετά από ένα μήνα, όλοι θα έτρεχαν σε αεροδρόμιο, μαιλ, τηλεφωνήματα και δώρα για να αποχαιρετήσουν την «τρελή» Μαρία, που είχε αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή της πάνω στα θεμέλια μιας τυχαίας φράσης, μιας και τίποτα από τα «σίγουρά» της δεν στάθηκε ικανό να τη βοηθήσει.

                                                ...................................................

 

 

© 2013 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode