"Surrounded by darkness, they were unable to see what they grappled with, unable to tell what was real and what was not."
Συνάντησα τον Μάκη σε ένα περίπου φιλικό σπίτι, ανάμεσα σε περίπου φίλους. Μεγαλόσωμος, σιωπηλός, με μια σχεδόν άγαρμπη συμμετοχή στα αστεία των άλλων και με ένα βλέμμα που απολάμβανε την ένταξη και την αποδοχή. Η εξίσου άγαρμπη και σιωπηλή δική μου στάση- απόρροια του όχι απολύτως οικείου περιβάλλοντος-μάλλον τον έφερε δίπλα μου και με το κρασάκι η ζωή του μου ξετυλίχθηκε.
Πρώην ταξιτζής, πούλησε κοψοχρονιά το ταξί του άμα τη κρίσει, κι από κει άρχισε η κατρακύλα. Η για χρόνια μνηστή του τον παράτησε και πολύ γρήγορα παντρεύτηκε κάποιον που πολύ γρήγορα της έκανε παιδιά. Ο Μάκης άνεργος, στα 35 του, ζει με τους γονείς του στο χωριό. Πριν λίγο καιρό ξεκίνησε να παρακολουθεί κάποια σεμινάρια για αρχάριους μελισσοκόμους και σκέφτεται μια πιθανή επένδυση σ’ αυτόν τον τομέα.
Μετά από τις απαραίτητες αυτές συστάσεις, ο Μάκης ξεκινά να μιλά χωρίς ανάσα για τη βαριά κατάθλιψη που πέρασε και από την οποία τώρα αισθάνεται πως ανακάμπτει, για τα φάρμακα που του συνταγογραφήθηκαν και τα πέταξε αφού τα δοκίμασε και ένιωσε πως του ρούφηξαν τον εαυτό του και για την ευγνωμοσύνη του σε έναν αγαπημένο του ξάδερφο που τον βοήθησε να «ξεμουχλιάσει» χωρίς να κάνει τίποτα το φοβερό, απλώς με το να τον τσιγκλάει να μαζεύονται σπίτι του, να ψήνουν και να πίνουν τα κρασιά τους.
Κι ύστερα τα σχόλια επί της καθημερινότητας, η δίνη της σύγχυσης επί τω έργω, η κατάργηση των λογικών νοημάτων, των συλλογισμών με σειρά, εκεί όλα ολοζώντανα να παίρνουν σάρκα και οστά από ένα ταξικότατο υποκείμενο σε μία αταξικότατη παρανοιολογία.
-Θα σου πω εγώ γιατί καταντήσαμε έτσι. Εμείς φταίμε. Όταν μπαίνεις στο ταξί και ο ταρίφας σου την πέφτει, όταν παρενοχλεί κοριτσάκια, όταν κάνει κύκλους τη γιαγιά για να της φάει τα λεφτά, εεμ κάποια στιγμή θα σου γυρίσει μπούμερανγκ φίλε μου και θα τον πιείς. Συγγνώμη που μιλώ έτσι, αλλά έχω παρανοήσει μ’ όλα αυτά.
-Κάτσε ρε Μάκη γιατί κάπου σ’έχασα. Τι σχέση έχει αυτό που μου λες με τους νόμους που έχουν ψηφιστεί? Με την ασφάλιση που έχετε να πληρώνετε, με την εφορία, με τους πελάτες σας που δεν έχουν λεφτά για να παραμείνουν πελάτες σας?
-Όλα έχουν σχέση. Γιατί άμα είσαι βλάχος, πρόσεξε, εγώ τους αγαπώ τους βλάχους, βλάχος εννοώ κακός, με την κακιά νοοτροπία και φύλαγες τα γίδια μέχρι χτες και ξαφνικά κατέβηκες στην πόλη τη χρυσή δεκαετία του ‘90 και αγόρασες το ταξάκι σου και δεν ξέρεις πώς να φερθείς σε έναν πελάτη, ε μάγκα μου θα τα πληρώσεις όλα αυτά.
-Πάλι σε χάνω ρε Μάκη. Όλα αυτά δηλαδή που διαλύουν τον κλάδο σου –τον οποίο δεν συμπαθώ ιδιαίτερα, αλλά δε μιλάμε για συναισθήματα και προκαταλήψεις τώρα, μιλάμε για γεγονότα αδιαμφισβήτητα- μου λες ότι γίνονται για τιμωρία στους ενοχλητικούς και στα λαμόγια του κλάδου? Ότι αν ο βλάχος καθόταν στο χωριό και στα αυγά της κότας του θα είχε μείνει στο απυρόβλητο ο κλάδος σου?
-Όχι ντάξει, σίγουρα όλα παίζουν ρόλο. Αλλά ,για να με καταλάβεις, λέω απλά πως αν δεν φροντίσεις τα σπίτι σου, θα πέσει το ίδιο και θα σε πλακώσει.
Θεία δίκη λοιπόν τα μέτρα, οι νόμοι, η συνολική φτώχια που αλυσιδωτά μαραίνει όλα τα επαγγέλματα. Κάπου κει αποφασίζω να σταματήσω το σύντομο αυτό debate. Με τη μαγική σκέψη δεν τα πάω καλά, ακόμα δεν έχω βρει τρόπο να την προσεγγίζω. Είτε μου σηκώνει τα χέρια ψηλά, είτε μου δημιουργεί εκνευρισμό. Διάλεξα την ανάταση χεριών, γιατί ο συγκεκριμένος συνομιλητής είχε ήδη κερδίσει τη συμπάθειά μου και δεν ήθελα να τον χάσω βγάζοντας του ένα έξαλλο κρεσέντο ταξικής ανάλυσης των πραγμάτων. Απλή ακροάτρια λοιπόν, ρούφηξα κάθε του λέξη και κάθε του εμπειρία και κατάλαβα κάπως τον Μάκη μες στο χάος του.
Άκουσα για την απομόνωση των ανθρώπων, για τα γαμήσια που μας φάγανε και δεν ξέρουμε πώς να κάνουμε οικογένεια πια, για την υπογενννητικότητα, για τους νέους που δεν μπορούν να ονειρευτούν πια, για το λαό που σφάζεται αντί να ενωθεί και πολλά άλλα.
Κι είναι αλήθεια πως έφυγα πιο «μορφωμένη» και πιο μπερδεμένη μαζί.
Τις επόμενες εβδομάδες έτυχε να δω το Μάκη αρκετές φορές στο ίδιο σπίτι που συχνάζαμε κι οι δυο. Δίπλα στο σπίτι αυτό, υπάρχει ένα χαμόσπιτο που κατοικείται από αγνώστου αριθμού μετανάστες. Τον είχα δει πολλές φορές στο φευγιό του ή καθώς ερχόταν στο σπίτι, να σταματάει εκεί και να αφήνει είτε κάποιο τάπερ είτε μεταχειρισμένα ρούχα. Τον είδα να τρέχει να εξυπηρετήσει φίλους του, τους λίγους που έχει και φαίνεται να ξέρει να τους κρατάει, να τρέχει στο πρόβλημά τους να απολαμβάνει τη χαρά τους, να παρεμβαίνει με τη γλυκιά διακριτικότητά του όταν ένιωθε πως κάποιος στην ετερόκλητη αυτή παρέα δεν ήταν καλά ή ερχόταν σε δύσκολη θέση με κάποια από τις κλασικές ερωτήσεις γνωριμίας…
Είδα έναν μπερδεμένο άνθρωπο, πειραγμένο από τους καιρούς του, με καλά όμως προστατευμένα τα υγιή αντανακλαστικά που για μένα ορίζουν τον άνθρωπο.
Με τη Γιάννα περνάμε μαζί ένα 40λεπτο περίπου τη βδομάδα, καθώς παρακολουθούμε από κοινού κάποια μαθήματα και πηγαίνουμε μαζί ως εκεί με το αμάξι μου. Ένα 40λεπτο ψυχοθεραπείας, όπως λέει εκείνη, γιατί εγώ συγκεντρώνομαι στο δρόμο και δεν πολυμιλάω κι εκείνη μιλάει για τα πάντα, νευρωτικά και βιαστικά και στο τέλος της διαδρομής ισχυρίζεται πως έχει αποφορτιστεί.
Είναι 26 χρονών, παντρεμένη και μητέρα ενός αγοριού 2 χρονών. Πληθωρική γυναίκα, δείχνει μεγαλύτερη απ’ όσο είναι, έχοντας ένα παρελθόν γεμάτο από λιποαναρροφήσεις, επεμβάσεις αφαίρεσης μέρους του στομαχιού της, αναρίθμητες δίαιτες και πολλά κιλά με τα οποία διαρκώς παλεύει. Μέσα σ’ όλα αυτά, στέκεται όμορφη, ζωντανή, υγιής και με ένα γοητευτικό καθαρό βλέμμα. Δουλεύει ως αποκλειστική νοσοκόμα σε ωράρια που τρελαίνουν και το πιο καλοκουρδισμένο βιολογικό ρολόι, φυσικά δουλεύει όποτε υπάρχει περιστατικό και χωρίς να ξέρει πότε θα ξαναυπάρξει και ο άντρας της δουλεύει πλέον ημιαπασχόληση ,μετά τις απαραίτητες περικοπές, σε μια σχολή οδηγών με μισθό γύρω στα 400 ευρώ και εν αναμονεί απόλυσης.
Στη διαδρομή μας, η Γιάννα μου μιλάει συνεχώς για το γιο της, τα ψώνια της βδομάδας, το μενού της βδομάδας στο σπίτι της, τα οικονομικά ζόρια, την ανασφάλεια, την κούραση στη δουλειά της, το παράπονό της που έχει να πάει μια βόλτα «ένα ρημαδοραντεβού» ,όπως λέει, με τον άντρα της από όταν ακόμα ήταν έγκυος… Αλλά δε μένει σ’αυτά. Γιατί όλα αυτά εναλλάσσονται με καλαμπούρια, αστεία και το μόνιμο μότο πως «δεν έχουμε κι άλλη επιλογή, αναγκαστικά θα τα καταφέρουμε». Κι αυτό δεν μου ακούγεται καθόλου αφελές. Νιώθω πως το λέει για να το πιστέψει κι ίσως το λέει τόσο συχνά ακριβώς επειδή αγωνιά και δυσκολεύεται να το πιστέψει.
Εκτός από τα καλαμπούρια που κάνει, σχολιάζει διαρκώς την επικαιρότητα αλλά και τα όσα βλέπει στο νοσοκομείο που εργάζεται.
-Το ‘ξερες πως τα πρεζάκια παίρνουν κανονικά επίδομα από την Πρόνοια?
-Έτσι όπως το λες, όχι δεν το ξερα. Εσύ πού το άκουσες αυτό? Ο όρος για να πάρεις το επίδομα δεν είναι να είσαι πρεζάκι, είναι διάφορα τα κριτήρια. Άσε που τα επιδόματα έχουν μειωθεί πάρα πολύ και μαζί τους έχουν μειωθεί και οι κατηγορίες ανθρώπων που τα δικαιούνται.
-Ντάξει ναι, αλλά αυτό που σου λέω ισχύει. Το έλεγε σήμερα μια νοσηλεύτρια που ξέρει απ’ αυτά.
-Δηλαδή κόβουνε τα επιδόματα από νεφροπαθείς, καρκινοπαθείς, ψυχικά ασθενείς κι είπανε «τι να τα κάνουμε μωρέ τα λεφτά απ’ αυτές τις περικοπές? Μμμμ…ας τα δώσουμε στα πρεζάκια, να δούνε μια άσπρη μέρα κι αυτά τα φουκαριάρικα!»
-Ξέρω γω τι είπανε? Δε βγάζεις άκρη με δαύτους, άλλα λένε, άλλα κάνουνε. Κι ο κοσμάκης τρέχει και δε φτάνει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως λόγω της κατοχυρωμένης οικειότητας, δεν θα σήκωνα τα χέρια ψηλά. Μου επιτρέπω και να εκνευριστώ και να κριτικάρω όσα λέει. Ο λόγος που σπανίως το καταφέρνω, είναι, πρώτον, ότι οδηγώ και δεν μου αρέσει να οδηγώ εκνευρισμένη, δεύτερον ότι αλλάζει τόσο αστραπιαία θέμα που αδυνατώ να την ακολουθήσω σε ύφος και διάθεση. Κι έτσι λοιπόν, με ένα ακόμα άλμα, φτάνουμε στο ότι:
-Εγώ έχω καταλάβει ότι το παιδί είναι ευλογία. Ποτέ δεν κατάλαβα τις εκτρώσεις. Όχι, δεν θα πω τίποτα κακό για όποιες τις επιλέγουν, φωτιά να πέσει να με κάψει. Αλλά στεναχωριέμαι μωρέ παιδί μου. Δώρο Θεού και να το πετάς? Άσε τον εγωισμό σου και τη βολή σου και πάλεψε γι’ αυτό το πλάσμα. Πώς αλλιώς να νιώσεις πληρότητα? Κι εγώ που στα λέω, μες στην πίεση είμαι. Καμιά φορά με πιάνει το παράπονο και κλαίω γιατί η μέρα δε μου φτάνει και έχω κουραστεί να τρέχω να τα κάνω όλα και πάλι να είμαστε στο μηδέν. Αλλά έτσι δεν είναι η ζωή? Θα κλάψω, θα ξυπνήσω το άλλο πρωί και πάλι στον αγώνα και πάλι θα γελάσω. Λες και θα μου χαριστεί τίποτα…
Επειδή το θέμα πάλι θα αλλάξει και θα πάει στις ζυγαριές «που δεν ξέρεις ποια από όλες να εμπιστευτείς, οπότε πρέπει να αγοράσω μία να έχω στο σπίτι μου για να ξέρω τι μου γίνεται, αλλά πού λεφτά τώρα, ούτε για ζυγαριά δεν περισσεύουν», δεν σχολιάζω τα προηγούμενα. Μόνο την πειράζω κάθε φορά που σταυροκοπιέται, χωρίς ποτέ να έχω προλάβει να δω την εκκλησία που της έδωσε το κέλευσμα.
-Αμάν μωρέ Γιάννα, το βιονικό μάτι έχεις? Δε φτάνει μια φορά ο σταυρός? Μ’ έχεις ζαλίσει πέρα δώθε!
Και τη χαίρομαι που σκάει στα γέλια κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο αστείο.
-Κορόιδευε εσύ, δεν πειράζει, εγώ σ’ αγαπάω κι ας είσαι άθεη γιατί η καλοσύνη είναι μέσα μας. Να σου πω εγώ για χριστιανούς που είναι τέρατα…. Ουουουου! Με το τσουβάλι!
Και συνεχίζει να γελάει..
Της έχω πει πολλές φορές ότι τη θαυμάζω για τη δύναμή της, όσο κι αν την ενοχλεί να το ακούει. Με συγκινεί η αυθόρμητη καλοσύνη της, η γενναιοδωρία της, ο τρόπος της να εμψυχώνει και να αποδέχεται τους άλλους, η δικαιοσύνη της. Και δεν είναι η ορθοδοξία πίσω από αυτά (όταν είναι, βρωμάει από χιλιόμετρα ηθικοπλαστούρα). Είναι πηγαία όλα αυτά και γίνονται αυτόματα, χωρίς να πρέπει να το αποφασίσει.
Τις δουλειές στα νοσοκομεία τις αναλαμβάνει ένα «γραφείο» και τις πασάρει στις 6-7 αποκλειστικές νοσοκόμες που του «ανήκουν». Εκείνες μετά αποφασίζουν ποια θα δουλέψει πότε και συχνά, όπως είναι φυσικό, προκύπτουν διαφωνίες και αλληλοφαγώματα. Τη Γιάννα την έχω ακούσει πολλές φορές να μιλάει στο τηλέφωνο, είτε με συναδέλφισσές της, είτε με τον άντρα της για να τον ενημερώσει για το πρόγραμμά της και πάντα θα υπολογίσει τις άλλες, θα κάνει πίσω, παρ’ όλο που έχει τρομερή ανάγκη, για να δουλέψει κάποια άλλη –κι ας μην είναι η σειρά της- επειδή είχε αρρωστήσει και έχασε μεροκάματα.. Θα προβληματιστεί για την πιο δίκαιη κατανομή των ωρών, ακόμα κι αν η προϊσταμένη συστήσει σε κάποιο περιστατικό τη Γιάννα, αντί κάποιας άλλης, επειδή ως νεότερη και πιο γεροδεμένη είναι πιο κατάλληλη για κάποιους ασθενείς και πιο ανθεκτική στην κούραση.. Ξέρει να φέρεται συλλογικά, ξέρει να φέρεται αλληλέγγυα, όχι γιατί το αξιακό της σύστημα της το επιβάλλει (γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε και μια διαφορετική τοποθέτησή της σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα), αλλά απλούστατα επειδή έτσι αισθάνεται.
Οι απόψεις της Γιάννας συχνά μου θυμίζουν το Μάκη. Όχι τόσο επειδή ταιριάζουν, όσο επειδή έχουν το κοινό στοιχείο της άστοχης απόδοσης αιτιών στα δεινά τους. Τα οποία ναι μεν τα εντοπίζουν, τα εξηγούν, τα αναλύουν, αλλά εκεί σταματάει το έργο. Δεν προχωράει στην επεξεργασία, στον λίγο κόπο παραπάνω του «τι τα γεννά?», «τι τα διαιωνίζει?». Κι έτσι το προσωπικό δράμα μένει προσωπικό, η ευθύνη απαλλαγής από αυτό μένει ατομική, το άγχος μένει εσωτερικευμένο και οι αυταπάτες εκδικούνται καθημερινά.
Η κάθε Γιάννα κι ο κάθε Μάκης μου θυμίζουν ο ένας τον άλλον και ως προς αυτό που μου αρέσει να ταμπελάρω ως «υγιή αντανακλαστικά». Και που η επαφή μου μαζί τους με έμαθε να τα εκτιμώ και να με ενθαρρύνουν κάθε φορά που διαπιστώνω τον κανιβαλισμό και τη βαρβαρότητα και τείνω να σιχτηρήσω σύσσωμο το κοινωνικό σύνολο με ό,τι κουβαλάει πάνω του και μέσα του (βγάζοντας απ’ έξω εκείνες τις αγαπημένες μου μειοψηφίες που συνεχίζουν να αρνούνται και να στέκονται όρθιες, να λαχταρούν πραγματικά την ελευθερία και τη δικαιοσύνη και να πολεμούν καταπίνοντας όλες τις συνέπειες).
Κι έρχονται έτσι και ομορφαίνουν την καθημερινότητά μου αυτοί οι άλλοι πλανήτες, μ’ αυτές τις αποσπασματικές συναντήσεις (αφού δεν κατοικούμε στον ίδιο πλανήτη, ούτε ήρθαμε από τον ίδιο, ούτε κοιτάμε το ίδιο αστέρι από το μπαλκόνι μας). Έρχονται και μου θυμίζουν πως πρέπει, το επιβάλλει η ανθρωπότητα να χωρέσουμε στον ίδιο. Πως όλοι εμείς που εναντιωνόμαστε στο υπάρχον, που θέλουμε τη διάλυσή του, πρέπει να βρούμε τρόπο να γίνουμε υπολογίσιμοι από τη Γιάννα και το Μάκη. Μαζί μ’ όλα τα άλλα, ας κοιτάξουμε και να χτίσουμε σχέσεις. Αυτό που οραματιζόμαστε για την κοινωνία να το κάνουμε εφαρμογή στη μικροκλίμακα που αναλογεί στον καθένα, σ’ εκείνα τα υγιή αντανακλαστικά που ψάχνουν για μια αλληλεπίδραση με νόημα. Να κατανοήσουμε και να μας κατανοήσουν. Να επεκτείνουμε το συλλογικό έξω από τους ομοίους μας, να αναγκαστούμε να μάθουμε άλλους κώδικες επικοινωνίας και επαφής, όταν οι δοκιμασμένοι δεν αποδίδουν.
Και ντάξει, χρόνος υπάρχει..Αλλά ταυτόχρονα δεν είναι και ποτέ αρκετός. Και ναι, η Γιάννα έχει δίκιο, «τίποτα δε θα σου χαριστεί»…αν θες να παραμείνεις καθαρός και αξιοπρεπής-προσθέτω εγώ.
(κείμενο από τον πλανήτη Γ)