Εξισώσεις ανηλίκων

2014-01-10 23:50

  

«Παίρνεις την αγάπη που νομίζεις ότι αξίζεις.»

«Σαχλαμάρες, παίρνω ό,τι μου δίνεται χωρίς να το εξετάζω»

«Τότε πώς βρίσκεσαι πάλι στον ίδιο δρόμο;»

«Κάνω κύκλους, για αυτό. «

«Γύρω από τι;»

«Γύρω από τη σκιά στο δρόμο της ζωής μου, δίπλα από το φωτισμένο μονοπάτι μιας άλλης που δεν θα ζήσω»

 

Κάθε μέρα έρχεται άπαξ. Δεν στο είπαν πολλές φορές και δείχνεις να μην μπορεί να το χωρέσει το μικρό μυαλουδάκι σου. Είχαμε πει ότι θα πάμε στο μέρος που δεν φυτρώνουν τα όνειρα, μα καλλιεργούνται διαρκώς. Κι ύστερα γύρισες και μου έδωσες την τζούρα του πρώτου σου τσιγάρου, σαν μου έδινες τη ζωή σου ολάκερη να την καλλιεργήσω στο πιο εύφορο έδαφος. Πώς κάτι φαίνεται τόσο πολύτιμο μα παραμένει αδρό στον πυρήνα του;  Έτσι όπως και οι σχέσεις μας ξεκίνησαν σαν πρίγκηπες να κατακτήσουν παλάτια και γύρισαν πίσω πλανόδιοι ζητιάνοι με τις παλάμες ανοιχτές, ικετεύοντας εναλλακτικές βασιλείες. Και μένουμε εκεί, περιμένοντας κάτι άλλο, πράττοντας το απόλυτο τίποτα, μην τυχόν και γρατζουνιστούν οι αντοχές μας από καθετι καινουριο και άγνωστο.

Αρχίσαμε ένα βράδυ να κουβεντιάζουμε , να χασκογελάμε κρύβωντας τις ατέλειές μας πίσω από μεθυσμένα κοπλιμέντα, πλέκοντας έναν ιστό αρκέτα γερό αλλά και εύθραυστο να μας κρατήσει σε λεπτή ισορροπία. Και πέρασαν χρόνια από τοτε που μας θυμάμαι να κάνουμε βόλτες σε θάλασσες και να γαληνεύουμε στην άμμο, πετώντας ματιές όλο υποσχέσεις να πέσουν στο νερό και να χαθούν για πάντα. Κι ύστερα ήρθαν φουρτούνες και τρικυμίες να μας κλονίσουν, να μας αφήσουν ναυαγούς, σε διαφορετικά ερημονήσια, να ψάχνουμε φωτιά και φαγητό, να νοσταλγούμε την ύπαρξη του συνοδοιπόρου που ακόμα του χεριού του την υφή έχουμε στο δέρμα μας. Ποιον θα έπαιρνες μαζί σου σε ένα έρημο νησί; Κάποιον που ξέρει να δένει κόμπους, όλοι λένε ότι κάπου θα χρειαστούν, δεν έχω ιδέα όμως που. Ίσως κάποιον που να μπορεί να κρατήσει την ψυχραιμία του όταν εγώ θα την χάσω και θα την ψάχνω σε αστέρια περιμένοντας να εμφανιστεί σαν από μηχανής θεός και να με κρατήσει ζωντανό. Όχι, όχι, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, νομίζω ότι δεν θα ήθελα κανέναν. Θα ήθελα να έχω όλη μου την ενέργεια συγκεντρωμένη στη δική μου επιβίωση. Στην ύπαρξη ενός άλλου, θα επιστρατεύονταν όλοι οι συναισθηματισμοί που θα στέκονταν εμπόδιο για ελπίδα σωτηρίας. Μόνο που... κάπου διάβασα ότι ακόμα κι αν μόνος σου πεθαίνεις, κανένας θάνατος δεν είναι χειρότερος από την αίσθηση της εγκατάλειψης από τους άλλους.. λες; Αν ήταν η τελευταία μου μέρα εκείνη στο ερημονήσι, και μιας και έρχεται άπαξ, νομίζω κάποιον θα ήθελα. Κι αν δεν ξέρει να κάνει κόμπους, κι αν διακατέχεται από παντελή έλλειψη ψυχραιμίας, δεν θα με ένοιαζε και πολύ τώρα που το σκέφτομαι. Γιατί να, θυμήθηκα μια από τις πρώτες μου εμπειρίες σαν παιδί. Ναι, ναι, στ’ορκίζομαι, μόλις μου γαργάλησε τη μνήμη μια εικόνα. Και είναι αστείο αν το σκεφτείς, γιατί πρόσφατα με ρώτησαν να μοιραστώ μια παιδική ανάμνηση και μου ήταν αδύνατον. Κι όμως, τώρα, κάπως έτσι ευθαρσώς ήρθε μια σκέψη. Όταν ήμουν γύρω στα 5, στη θάλασσα με τους γονείς μου, ξεχάστηκα για μια στιγμή και πήγα να ξεπλύνω τα χέρια μου από την άμμο χωρίς τα μπρατσάκια μου. Ενώ είχα τα χέρια βουτηγμένα στο νερό, συνειδητοποίησα πως μου έλειπε το σωσίβιο ασφαλείας. Πανικός. Ένιωσα ότι πνίγομαι, στ’αλήθεια ότι πνίγομαι, κι ας ήμουν στην ακτή με τα χέρια μόνο μέσα στο νερό. Δεν είδα τη ζωή να περνάει από μπροστά μου, όπως λένε, μιας και 5 παιδικά χρόνια έχουν πολλές εικόνες αλλά δεν περιλαμβάνουν αναπολήσεις και σκέψεις.. έκλαιγα κι ένιωθα ότι χανόταν το άπαν σύμπαν, κι αν με έβλεπες από μακριά ήταν αστείο, μιας και το μισό σώμα μου έχαιρε άκρας υγείας εκτός της θάλασσας. Κι όμως, για μένα ήταν τραυματικό. Δεν είχα σωτηρία. Αν έπεφτα; Αν με μάζευε το κύμα μέσα; Ήμουν σε απελπίστική θέση. Σε εκείνη τη στιγμή, σαν σε έρημο νησί αβοήθητη, ένα πράγμα ήθελα. Ούτε πρακτικά κόλπα, ούτε ψυχραιμία. Ήρθε η μάνα μου και μου το έδωσε. Μια αγκαλιά κι όλα έγιναν πάλι ροζ, ξένοιαστα και όμορφα. Μια αγκαλιά και είχα ήδη ξεχάσει το τραγικό γεγονός που πήγε να μου στοιχίσει τη ζωή. Μια αγκαλιά κι ήμουν έτοιμη μετά από λίγο να ξαναβουτήξω σε νέες περιπέτειες. Κι όσο σκέφτομαι πως μεγαλώνοντας δυσκολεύει το πράγμα και το να ξανατρέξεις σε νερό άγνωστο γίνεται φιλοσοφία ολόκληρη, συζητήσεις επί συζητήεων και άλλα τέτοια διανοούμενα κόλπα, τόσο θυμάμαι εκείνη την απλή παιδική εξίσωση που κάτι μου λέει ότι κάπου μέσα σου έχει ξεχαστεί αλλά όχι σβήσει: σκοτάδι, αγκαλιά, φως. Σκοτάδι, αγκαλιά, φως. Σκοτάδι, αγκαλιά, φως.

 

© 2013 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode