2014-01-06 13:43
«Μια τρύπα στο νερό»… Αυτή η φράση του πέρασε από τα μυαλό και άξαφνα
την έκανε εικόνα..Πράγματι έτσι ήταν σκέφτηκε … Του άρεσε να πετά
βότσαλα στη θαλασσα. Καθόταν με τις ώρες στο Φάρο για να βλέπει το
ηλιοβασίλεμα και να ταράζει τα ήρεμα νερά. Πίστευε πως έκανε την ελάχιστη
διαφοροποίηση στο βυθό, μια ανεπαίσθητη αλλαγή φαινομενικά ασήμαντη
αλλα ίσως τεράστιας σημασίας για τον υδάτινο κόσμο, για ένα μικρό ψαράκι…
Μαλακίες! Βγαινοντας στην επιφάνεια ,στον κόσμο που ζει δεν ηταν τίποτα
όλα αυτά, το απόλυτο τίποτα…. Ένιωθε σα το ποντίκι πάνω στο τροχό, που
πλέον τρέχει από συνήθεια, ουτε καν για το μικρό κομμάτι τυρί που
ευελπιστεί να γευτεί … Καιρό τώρα τίποτε δε γευόταν που να του αφήνει στα
χείλη μια γλυκειά αίσθηση ηρεμίας ή ευτυχίας κάτι που τόσο καιρό
αποζητούσε … Το βάζο είχε σπάσει και το μέλι γεμάτο απο θραύσματα
γυαλιών, παντού παραμόνευαν πληγές που μάτωναν σε κάθε απόπειρα που
έκανε να αγγίξει την ευτυχια. Ευτυχία…ηρεμία.., οι ίδιες λέξεις που κάποτε
του φερναν στο νου εικόνες που ξύπναγαν αισθήσεις από το παρελθόν.
Είχαν ήχο, το κελάηδησμα του γκιώνη χαράματα καλοκαιριού στη
Μπενακη,είχαν γεύση απο βραδυνο γαλακτομπούρεκο μετα από ατέλειωτη
οινοποσία στα μπαρακια που χόρευε, είχαν την αίσθηση απαλότητας και
ζεστασιάς του παπλώματος που τον καλημέριζε τα πρωινά στο παγωμένο
σπιτι. Τοτε δεν τον ένοιαζε τίποτε. Το «αχ» που βγαινε από τα χείλη του
ακουγόταν διαφορετικά, άνοιγε φτερά και πέταγε στον ουρανό σα τα
πρωτοχελίδονα που προμήνυαν τον ερχομό της άνοιξης, της δικής του
καινούργιας άνοιξης.Τωρα όλα αυτά φανταζουν τοσο μακρυνά,κούφιες λεξεις
χωρις νοημα,απλώνει το χέρι και δε μπορεί να πιάσει τίποτε από αυτά μονο
μια ομιχλη θολωνει το οπτικό του πεδίο και κάνει ακόμη πιο αβέβαιο και
τρομακτικό το αύριο. « Μα πως εφτασα ως εδώ; Τι έχω κανει λάθος;» παντα
πιστευε πως ο,τι επιλογη και να κανεις στη ζωη θα χει πάντα κάποιο κόστος
μικρό ή μεγάλο ,το νόμισμα που θα τον περάσει απέναντι σε καποια άλλη φαση
της ζωής του. Αυτό το ξερε ηταν ετοιμος να σηκώσει το φορτίο, τον
καθησύχαζε το γεγονός ότι η επιλογή ηταν αποκλειστικά δική του. Δεν
άντεχε και δεν επέτρεπε να του καθυποβάλλει άλλος τις αποφάσεις του. « Η
ζωή είναι δική μου» έλεγε μέσα του. Κάτι βράδυα όμως πάλευε με τις δικες
του ερινύες. Ποσο θα θελε να αποφάσιζε άλλος γι αυτόν να του πει τα ένα -
δυο -τρια βήματα που έπρεπε να κανει και όλα να ρθουν στην σωστή τους
θέση . Αυτό ζητούσε τελεία και παύλα. Σα το πειθήνιο στρατιωτάκι , στην
αρχή μόνο κάνει μεγάλες δρασκελιές, μετά πάει μονο μπροστά ένα ένα σιγανά
τα βήματα. Τώρα η κατάσταση ηταν αδιεξοδη ,το απόλυτο αδιέξοδο, έψαχνε
τη λέξη ..κάπως πρεπει να λέγετε στο μαυρόασπρο αυτό παιχνιδι με τα άλογα
και τους πύργους,ναι..τσουτσβαγκ..αυτο ηταν το βρηκε,τη μαγικη λεξη που θα
περιεγραφε το βίωμα του. Ειχε χαρακτεί από παλιά στη συνείδηση του για
άλλους λόγους όμως. Και μετα τι; Καποιος κάποτε του χε πει πως μέσα στο
χρόνο που διήρκεσε το τσιγάρο του πήρε την απ’οφαση που του καθόρισε ολη
του τη ζωη. Ειχε καπνισει το μισο παπαστρατο και βρισκοταν στο ιδιο
ακριβως σημειο «μπα δε πιάνει αυτό στη δικη μου περίπτωση» σκέφτηκε και
αναψε άλλο ένα τσιγαρο αλαφρύνοντας το από το φορτιο της βαρυσημαντης
αποφασης. Γυρω του και εντος του ο κοσμος κατερεε. Ενιωθε ενοχες που
στρεφοταν στο μεσα του περισσοτερο απ οσο το έπετρεπε στον εαυτο του.
Δεν αντεχε την αδικια που κυριαρχουσε παντου γυρω του. Δε μπορεσε ποτε
να καταλαβει την ευχαριστηση που αντλουν καποιοι ανθρωποι κανοντας
αλλους να ματωνουν ,ειτε ηταν ζωα ειτε ανθρωποι ,συχνα δεν καταλαβαινε
τη διαφορα. Ο κανιβαλισμος κυριαρχουσε παντου τα παντα χανονταν σε ένα
κυκεωνα από αλλοιωμενες ιδεες και νοηματα. Και αυτος εκει
τσιμεντοποιημενος, αδυναμος να κουνησει το μικρο του δαχτυλακι για να
αλλαξει κατι. Έψαχνε τριγυρω του βλέμματα οικεια και καθυσυχαστικα, ένα
χερι να απλωθει μια φωνή να του πει «μη φοβασαι όλα θα πανε καλα στο
τελος» και να μπορεσει να τη πιστεψει. Ειχε χάσει πια τη πίστη του, η εμφυτη
καχυποψια του δηλητηριαζε και τα υπολοιπα πεδια της ασυνειδητης του
υπαρξης. Ηθελε να ουρλιάξει μα δε μπορο’υσε ,τον περιόριζε κατι, ηθελε
κάπου να τα πει σε έναν αγνωστο ,ήθελε να δει μια ελπιδα να αχνοφέγγει στη
ζωη του, όπως οι αχτίδες του ηλιου πισω από το βουνο κατι πρωινά που
εκανε τις βολτες του γιατι δεν τον έπιανε ο ύπνος. Ήθελε ,η στιγμη που
χάνεται ο αυγερινός κατι στη δικη του ψυχη να ανατείλλει.
Ηταν σύντομος και απότομος… «ένα seropram 40mg το βραδυ πριν κοιμηθείς
και θα δουμε πως θα παει…»
«Η μοναξιά σου είναι ένα βρώμικο λιμάνι , κανείς δε θέλει στα νερά του να
σταθεί….» σκέφτηκε βγαίνοντας και άναψε ένα ακόμη τσιγάρο που ειχε το
νόημα μιας ανούσιας στιγμής…..
From a nameless being